- ποιμενικός
- -ή, -ό / ποιμενικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ποιμήν, -μένος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιμένα, στον βοσκό, ο βουκολικόςνεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το ποιμενικόα) η βουκολική ποίησηβ) μουσ. σύνθεση με την οποία επιζητείται η μίμηση τής μουσικής τών ποιμένων2. φρ. α) «ποιμενική ποίηση» — ποιητικό είδος που αντλεί τα θέματά του από τη ζωή και τον συναισθηματικό βίο τών βουκόλων, με κορυφαίο εκπρόσωπὀ του τον Σικελό ποιητή Θεόκριτο και το οποίο εμφανίστηκε στα μέσα τού 3ου π.Χ. αιώνα ως αντίδραση τόσο εναντίον τής αστικής ζωής τών μεγάλων πόλεων όσο και εναντίον τής καταπιεσμένης ζωής τού ατόμου αλλά και ως μία προσπάθεια δημιουργίας κάποιων διεξόδων με την προβολή ως ιδανικού την επιστροφή στην αγαθότητα και πληρότητα τής μητέρας φύσης, αλλ. η βουκολική ποίησηβ) «ποιμενική ράβδος» — η γκλίτσαγ) «ποιμενικός κύων» — οικοδίαιτος σκύλος ρωμαλέας κατασκευής, δασύτριχος και μαχητικός, με μεγάλο κεφάλι, μακριά ουρά και ανυψωμένα αφτιά, κατάλληλος για τη φύλαξη τών ποιμνίων, τσοπανόσκυλοαρχ.το θηλ. ως ουσ. ἡ ποιμενικήη τέχνη τού ποιμένα, τού βουκόλου.επίρρ...ποιμενικώς / ποιμενικῶς ΝΜόπως οι ποιμένες.
Dictionary of Greek. 2013.